παρακινουμένη

παρακινουμένη
παρακινέω
move aside
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
παρακῑνουμένη , παρακινέω
move aside
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • σαλώμη — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Πρωταγωνίστρια μιας περίφημης ευαγγελικής αφήγησης (Μαρκ. στ’ 14 29). Η Σ., παρακινούμενη από τη μητέρα της Ηρωδιάδα, που είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο το βασιλιά Ηρώδη Αντίπα, αδελφό του συζύγου της, ζήτησε και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”